- κοιλάς,-άδος
- ἡ N 3 6-36-8-5-0=55 Gn 14,8.10.17; 37,14; Lv 14,37hollow, indentation (in a wall) Lv 14,37; (deep) valley Gn 14,8Κοιλὰς εὐλογίας Valley of blessing 2 Chr 20,26
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κοιλάς — κοιλάς, άδος, ἡ (AM) βλ. κοιλάδα … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek